- ισοψηφώ
- ισοψήφησα, παίρνω ίσο αριθμό ψήφων: Στις τελευταίες εκλογές αυτοί οι βουλευτές ισοψήφησαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.